- έγκοιλος
- ἔγκοιλος, -ον (Α)1. κοίλος, βαθουλός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκοιλονκοιλότητα, βαθούλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγκοιλος — hollow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοίλως — ἔγκοιλος hollow adverbial ἔγκοιλος hollow masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκοιλον — ἔγκοιλος hollow masc/fem acc sg ἔγκοιλος hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοιλότεροι — ἔγκοιλος hollow masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοίλους — ἔγκοιλος hollow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοίλων — ἔγκοιλος hollow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκοιλα — ἔγκοιλος hollow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκοιλοι — ἔγκοιλος hollow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοιλοτέρα — ἐγκοιλοτέρᾱ , ἔγκοιλος hollow fem nom/voc/acc comp dual ἐγκοιλοτέρᾱ , ἔγκοιλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek